- αποκηρυξις
- ἀποκήρυξιςἀπο-κήρυξις-εως ἥ публичное отречение (от сына), лишение наследства Plut., Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποκήρυξις — public announcement fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκηρύξει — ἀποκήρυξις public announcement fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποκηρύξεϊ , ἀποκήρυξις public announcement fem dat sg (epic) ἀποκήρυξις public announcement fem dat sg (attic ionic) ἀποκηρύσσω offer aor subj act 3rd sg (epic) ἀποκηρύσσω offer… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκηρύξεις — ἀποκήρυξις public announcement fem nom/voc pl (attic epic) ἀποκήρυξις public announcement fem nom/acc pl (attic) ἀποκηρύσσω offer aor subj act 2nd sg (epic) ἀποκηρύσσω offer fut ind act 2nd sg ἀ̱ποκηρύξεις , ἀποκηρύσσω offer futperf ind act 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκήρυξιν — ἀποκήρυξις public announcement fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АБДИКАЦИЯ — • Abdicatio, αποκήρυξις, заявление отца о том, что он изгоняет сына из семьи, лишает его своего покровительства, не желает более считать своим сыном. Это первоначально греческий обычай, впоследствии перешедший в Рим. Άποκήρυξις не… … Реальный словарь классических древностей
αποκήρυξη — Ο ελληνικός Αστικός Κώδικας προβλέπει τη διαδικασία με την οποία μπορεί ο σύζυγος να αποκηρύξει το παιδί που γέννησε η σύζυγός του, αποδεικνύοντας ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύλληψης ήταν αδύνατον να έχει συλλάβει από αυτόν. Ο νόμος… … Dictionary of Greek
ἀποκηρύξεως — ἀποκηρύξεω̆ς , ἀποκήρυξις public announcement fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκηρύξῃ — ἀποκηρύξηι , ἀποκήρυξις public announcement fem dat sg (epic) ἀποκηρύσσω offer aor subj mid 2nd sg ἀποκηρύσσω offer aor subj act 3rd sg ἀποκηρύσσω offer fut ind mid 2nd sg ἀ̱ποκηρύξῃ , ἀποκηρύσσω offer futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)